- θαυμαστοποιός
- θαυμαστοποιός, ὁ (Α)1. ως επίθ. θαυμαστός, θαυμάσιος2. δημιουργός θαυμαστών έργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμαστός + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. κεραμο-ποιός, πλινθο-ποιός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ՍՔԱՆՉԵԼԱՐԱՐ — (ի.) NBH 2 0767 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 9c, 10c, 13c ա. θαυμαστοποιός, θαυμαστά ποίων miracula edens, miracula faciens παραδοξοποιός inopinata agens, vel mirabilis. Որ առնէ սքանչելիս միայն. սքանչելագործ (աստուած, եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)